- σιναπισμός
- σιναπισμός, ο και σινάπισμα, το, -ατοςκατάπλασμα από σκόνη σιναπιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιναπισμός — use of a mustard blister masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπισμός — ο, ΝΜΑ [σιναπίζω] η χρησιμοποίηση εμπλάστρου με σινάπι νεοελλ. 1. ιατρ. εφαρμογή σιναπαλεύρου υπό μορφή καταπλάσματος ή ποδόλουτρου για πρόκληση υπεραιμίας και θεραπευτικής επίδρασης μέσω τής επίσπασης 2. (φαρμ.) επισπαστικό παρασκεύασμα τού… … Dictionary of Greek
σιναπισμοῖς — σιναπισμός use of a mustard blister masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπισμοί — σιναπισμός use of a mustard blister masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπισμοῦ — σιναπισμός use of a mustard blister masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπισμούς — σιναπισμός use of a mustard blister masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπισμῶν — σιναπισμός use of a mustard blister masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπισμῷ — σιναπισμός use of a mustard blister masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπισμόν — σιναπισμός use of a mustard blister masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
sinapismo — (Del lat. sinapismus < gr. sinapismos.) ► sustantivo masculino 1 FARMACIA Cataplasma o emplasto hecho con polvo de la semilla de la mostaza negra. 2 coloquial Carácter de la persona o cosa que molesta o exaspera. * * * sinapismo (del lat.… … Enciclopedia Universal